Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

ΓΚΠ ΕΛΤΑ - Πειθαρχικός Έλεγχος



Όρος ΙΣΤ1

Πειθαρχικά Αδικήματα – Πειθαρχικές Ποινές

1. Κάθε παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος με υπαίτια πράξη ή παράλειψη που ...
μπορεί να καταλογιστεί αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα.

2. Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται τόσο από τις επιβαλλόμενες στο Προσωπικό υποχρεώσεις από τις κείμενες διατάξεις, Εγκυκλίους οδηγίες και εντολές, όσο και από τη φύση της υπηρεσίας, ακόμα  δε και από την όλη γενικά διαγωγή του, που πρέπει να τηρείται εντός και εκτός της Υπηρεσίας.

3. Η δίωξη των πειθαρχικών αδικημάτων και  η  ταχύτατη  ολοκλήρωση  της  πειθαρχικής  διαδικασίας  σε  όλα  τα  στάδιά  της αποτελεί υπηρεσιακό καθήκον για  τους Πειθαρχικούς  Προϊσταμένους  καθώς και  για  τους  υπαλλήλους  που  χειρίζονται  τις  υποθέσεις  αυτές σύμφωνα  πάντοτε  με  τις  αρμοδιότητες  τους.

4.-Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων συγκαταλέγονται ιδιαιτέρως  τα παρακάτω:

α. Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων.

β. Κάθε αδικαιολόγητη απουσία ή μη τήρηση των διατάξεων, που ισχύουν κάθε φορά για τις ώρες εργασίας, καθώς και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του μετατιθέμενου ή αποσπώμενου να παρουσιαστεί   στη νέα του θέση.
Απουσία με ψευδή επίκληση ασθένειας αποτελεί ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση.
                                                            
γ. Η παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας και κάθε απείθεια ή άρνηση εκτέλεσης  εντολής  ιεραρχικά Προϊσταμένου   εκτός  εάν   ακολουθηθεί    η  διαδικασία  που   προβλέπεται  από  τις  κανονιστικές   διατάξεις.

δ. Κάθε συμπεριφορά προς τους ανώτερους, ομοιόβαθμους, υφιστάμενους, προς το λοιπό  γενικά Προσωπικό και προς το συναλλασσόμενο κοινό, καθώς και κάθε συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας εριστική ή μη αρμόζουσα προς την υπαλληλική ιδιότητα.

ε. Κάθε αντιπειθαρχική διαγωγή γενικά.

στ. Κάθε πράξη ή παράλειψη που μπορεί να επιφέρει ζημία υλική ή ηθική στον ΕΛΤΑ.

ζ. Κάθε παράβαση της εχεμύθειας που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του  όρου ΙΕ1 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε.  και επιβάλλεται από τα υπηρεσιακά καθήκοντα.

η. Κάθε ατασθαλία στη διαχείριση.

θ. Η φθορά πραγμάτων που ανήκουν στον ΕΛΤΑ λόγω ασυνήθους ή κακής χρήσης, η αμέλεια για τη φύλαξη ή συντήρηση αυτών, καθώς και η χρησιμοποίηση αυτών για εξυπηρέτηση σκοπού μη υπηρεσιακού.

ι. Κάθε παράλειψη ελέγχου και παρακολούθησης των υφισταμένων, που μπορεί να δημιουργήσει ζημία ή διατάραξη της υπηρεσιακής τάξης.

ια. Η σύνταξη μη αντικειμενικού φύλλου αξιολόγησης από πρόθεση ή από αμέλεια από κάθε Προϊστάμενο, για το Προσωπικό που υπάγεται σ' αυτόν.

ιβ. Κάθε αναληθής βεβαίωση ή δήλωση του Προσωπικού προς την Υπηρεσία και ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά στην ύπαρξη των γενικών και ειδικών προσόντων και των απαιτούμενων στοιχείων για την κατάρτιση του μητρώου Προσωπικού.

ιγ. Κάθε παράβαση των Εγκυκλίων, οδηγιών και ειδικών Κανονισμών που αφορούν  στην  πρόληψη ατυχημάτων.

ιδ. Κάθε πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στο σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.

ιε. Η πλημμελής καθώς και η μη έγκαιρη εκπλήρωση του υπηρεσιακού καθήκοντος.

ιστ. Κάθε αδικαιολόγητη άρνηση προσέλευσης για εξέταση ή κατάθεση ενώπιον υπηρεσιακού οργάνου, που διενεργεί προανάκριση ή ανάκριση ή ενώπιον του πειθαρχικού κριτή.

ιζ. Κάθε πράξη που συνιστά κατάχρηση εξουσίας ή υπηρεσιακής εμπιστοσύνης.

ιη. Η χρησιμοποίηση της  υπαλληλικής  ιδιότητας  ή  πληροφοριών  τις  οποίες   κατέχει   το Προσωπικό  ως  εκ  της  υπηρεσίας  του,   για  εξυπηρέτηση  ιδιωτικών  συμφερόντων    αυτού  ή  τρίτων.

ιη. Η άμεση ή έμμεση  συμμετοχή σε δημοπρασία, προμήθεια,  πώληση,  ενοικίαση ή άλλη συναλλαγή   ή  ανάληψη  μελετών   του   ελτα.

κ. Η επιδίωξη ή αποδοχή από  το  Προσωπικό οποιασδήποτε αμοιβής,  ή  δώρων,  εύνοιας  ή  ανταλλάγματος   που παρέχονται από πρόσωπα των οποίων διαχειρίζεται ή πρόκειται να διαχειρισθεί τις υποθέσεις κατά την ενάσκηση του υπηρεσιακού του έργου.

κα. Η άσκηση κάθε κύριου επαγγέλματος ή πρόσθετου έργου και η συμμετοχή σε Διοικητικά Συμβούλια Ανωνύμων Εταιρειών, Ο.Ε., Ε.Π.Ε., Ε.Ε., και σε συμμετοχικές εταιρείες  χωρίς ειδική έγκριση από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ή από τον  εξουσιοδοτημένο για  το σκοπό αυτό Γενικό  Διευθυντή.

ιβ. Η  αναληθής  δήλωση,   ή  βεβαίωση,   ή  απόκρυψη  στοιχείων  Προϊσταμένου   Υπηρεσιακής  Λειτουργίας   που  αφορά  στον  αριθμό   του  υπηρετούντος  Προσωπικού  δικαιοδοσίας  του  και  ιδίως  στην  ύπαρξη  πλεονάζοντος  Προσωπικού  κατά  παράβαση   των  ισχυουσών  διατάξεων  και  Εγκυκλίων  οδηγιών.

ιγ. Η  μη   άμεση  εκτέλεση  από  τον  Προϊστάμενο  Υπηρεσιακής  Λειτουργίας, εντολών  ιεραρχικού  Προϊσταμένου  του  και ιδίως  αυτών  που  αφορούν   στην  τοποθέτηση, μετάθεση ,  απόσπαση,  ή  μετακίνηση  Προσωπικού   της  δικαιοδοσίας  του  καθώς  και η  μη  άμεση  υλοποίηση  των  εντολών  της  διοίκησης  σχετικά  με  την  αξιοποίηση   του  υπηρετούντος   Προσωπικού.

ΙΔ.-  Η μη τήρηση  των εντολών της Διοίκησης από τον Προϊστάμενο   Υπηρεσιακής  Λειτουργίας, σχετικά με την ανάθεση συγκεκριμένου έργου στο Προσωπικό.

και.- Η  μη  δίωξη   των  πειθαρχικών  αδικημάτων  από  τους  αρμοδίους   πειθαρχικούς  Προϊσταμένους  και η μη  ταχύτατη  ολοκλήρωση   της  πειθαρχικής  δίωξης  των  αδικημάτων  αυτών   σύμφωνα  με  τις  κείμενες  διατάξεις.

ιστ.- Η  μη  έγκαιρη  ολοκλήρωση   της  πειθαρχικής  διαδικασίας   σε  όλα  της   τα  στάδια   από  τους  υπαλλήλους  που  χειρίζονται  πειθαρχικές  υποθέσεις  σύμφωνα  πάντοτε  με  τις  αρμοδιότητές  τους.

ιζ.- Η  αδικαιολόγητη  κατ΄    εξακολούθηση   με πρόθεση   μειωμένη  απόδοση   του  Προσωπικού  στα  υπηρεσιακά  καθήκοντά  του

κι.- Η απασχόληση από ιεραρχικά ανώτερο οποιουδήποτε ιεραρχικά κατώτερου Προσωπικού σε εργασίες ξένες προς την Υπηρεσία.

4.1.-  Κατά  την  επιμέτρηση   της  ποινής   λαμβάνεται  υπόψη  το  πειθαρχικό  εν  γένει   μητρώο   του  υπαλλήλου  και  ως  επιβαρυντικό  στοιχείο  θεωρείται   η  κατά  σύστημα,  η  κατά   εξακολούθηση  και  η  κατ΄  επανάληψη  διάπραξη  κάποιου  από  τα  παραπάνω   αδικήματα.

5.-Οι παρακάτω αποκλειστικά  αναφερόμενες περιπτώσεις ποινικών καταδικών ή πειθαρχικών αδικημάτων επισύρουν την ποινή της οριστικής απόλυσης, χωρίς όμως να αποκλείεται η δυνατότητα στα Πειθαρχικά Συμβούλια     να επιβάλουν  την ποινή της προσωρινής απόλυσης, αν συντρέχουν αποδεδειγμένα ελαφρυντικά περιστατικά:

α.- Η  σκόπιμη  αλλαγή   των  ενδείξεων  του  χρονολογικού  σήμαντρου.

β. Κάθε, έστω και μη τελεσίδικη ποινική απόφαση καταδίκης για κακούργημα ή για κάποιο από τα πλημμελήματα κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και εκβίασης, καθώς και κάθε καταδίκη σε στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

γ. Κάθε απάτη ή απιστία σχετικά με τη διαχείριση στην Υπηρεσία, καθώς και κάθε δωροληψία από εργολάβους ή προμηθευτές ή πελάτες του ΕΛΤΑ και ασχέτως  από την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του υπαλλήλου.

δ. Η παραβίαση  του απορρήτου  των  κλειστών   ταχυδρομικών  αντικειμένων (επιστολές).

ε. Η υπεξαίρεση ταχυδρομικών αντικειμένων ή ειδών που εγκλείονται εντός αυτών και ασχέτως  από την ποινική δίωξη.

στ. Κάθε ιδιαζόντως βαρεία από πρόθεση  παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος.

ζ. Η υποτροπή σε παραπτώματα της παραγράφου 8 του όρου ΙΣΤ2 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. , επισύρει  την  ποινή  της  οριστικής  απόλυσης.

6. Η ηθική αυτουργία ή συνέργεια σε κάποια πειθαρχικά κολάσιμη πράξη ή παράλειψη αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, το οποίο μπορεί να επισύρει την ίδια με τη φυσική αυτουργία ποινή. Συνέργεια  θεωρείται  και  η  γνώση  τέλεσης  του  αδικήματος   χωρίς   την  ενδεδειγμένη   αντίδραση.
Ιδιαίτερα   η  από πρόθεση  μη  άσκηση   του  προσήκοντος   πειθαρχικού  ελέγχου    από    πειθαρχικούς   προϊσταμένους   καθώς και  κάθε  παράβαση  των  ισχυουσών  διατάξεων  κατά  την  κρίση  του  πειθαρχικού  αδικήματος  επισύρει   σε  βάρος  τους    την  ίδια  ποινή  που προβλέπεται  για  το  πειθαρχικό  αδίκημα  για  το  οποίο  δεν  ασκήθηκε   πειθαρχικός  έλεγχος.



7.Οι πειθαρχικές ποινές, σύμφωνα με τις διατάξεις  της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε.  είναι  οι  εξής:

α. Πρόστιμο ίσο με τις αποδοχές μιας ημέρας μέχρι αποδοχών τριών   μηνών.

β. Προσωρινή απόλυση μίας ημέρας  μέχρι  έξι μηνών.

γ. Οριστική απόλυση.



Όρος ΙΣΤ2

Σχέση  πειθαρχικών  αδικημάτων   και  ποινών 

1.-Για υποτροπή  εντός  διετίας  από  την  έκδοση της  απόφασης   σε παραπτώματα του ειδικού υπηρεσιακού ελέγχου επιβάλλεται η ποινή του προστίμου ίσου με τις αποδοχές μιας έως   τέσσερις   (1-4) ημέρες.

2.-Η   ποινή   του  προστίμου   ίσου  με  τις  αποδοχές  μίας  (1)   έως   τέσσερις   (4)  ημέρες   επιβάλλεται  επίσης:

α.- Για  απλής  μορφής   απρεπή   συμπεριφορά   σε  πελάτη   του  Οργανισμού.

β.- Για απλής  μορφής εξύβριση   συναδέλφου.

γ.- Για   αμέλεια  περί   τη  φύλαξη  ή  συντήρηση  πραγμάτων   που  ανήκουν  στον   ΕΛΤΑ  και  για   χρησιμοποίηση   αυτών  προς    εξυπηρέτηση  σκοπού   μη  υπηρεσιακού.

δ- Για   μη   τήρηση   των  κανονιστικών  διατάξεων  που   διέπουν  την  εξόφληση   επιταγών,  συντάξεων,  επιδομάτων  κ.λ.π.  και   τη  διαχείριση  αντικειμένων  ειδικής   διαχείρισης, εφόσον  δεν  επέφερε  ηθική  ή   υλική  βλάβη  στον  Οργανισμό.

ε.- Για  πλημμελή  ή  μη  έγκαιρη   εκπλήρωση  του  καθήκοντος,   εφόσον   επέφερε   μικρής  έκτασης  ηθική  ή  υλική   βλάβη  στον  Οργανισμό.

στ-Για  αναληθή  βεβαίωση,   ή  δήλωση   του  Προσωπικού   προς  την   Υπηρεσία   και  ιδιαίτερα  σε  ότι  αφορά  στην  ύπαρξη  των  γενικών   και  ειδικών   προσόντων  και  των  απαιτουμένων    στοιχείων  για  την  κατάρτιση  του  μητρώου  Προσωπικού.

ζ-Για   αδικαιολόγητη   άρνηση   προσέλευσης  για  εξέταση ΄η   κατάθεση  ενώπιον   υπηρεσιακού  οργάνου  που  διενεργεί  προανάκριση  ή  ανάκριση  ή  ενώπιον   πειθαρχικού  κριτή.

η.-Για   απώλεια   διαχειριστικών   στοιχείων.

θ.-Για   μη  άμεση  και  αρμόδια  ενημέρωση της  Υπηρεσίας   σχετικά  με  διαχειριστικές  διαφορές  καθώς  για  μη  έγκαιρη   τακτοποίηση   αυτών.

ι.-Για   αμέλεια  περί   τη  φύλαξη  χρηματικών  αξιών,  εφόσον  δεν  επέφερε   ηθική  ή  υλική  βλάβη  στον  Οργανισμό.

ια.-Για  αμέλεια   περί  τη  συντήρηση  περιουσιακών  στοιχείων   που  ανήκουν  στον  ΕΛΤΑ  καθώς  και  η  χρησιμοποίηση   αυτών  προς  εξυπηρέτηση   σκοπού  μη   υπηρεσιακού.

ιβ.- Για   χρήση   οινοπνευματωδών   ποτών   κατά  την  εκτέλεση  της  υπηρεσίας.

ιγ.- Για   άσκοπη   απασχόληση  των  οργάνων  της  Υπηρεσίας.

ιδ.- Για   μη  τήρηση   του  ωραρίου  εργασίας.

ιε.- Για   μη   έγκαιρη   ή   αναρμόδια   ενημέρωση  της   Υπηρεσίας   για  την  απουσία  από  το   σπίτι  ασθενούντος  υπαλλήλου.

ΙΣΤ.- Για   αδικαιολόγητη   μη  χρησιμοποίηση  της   υπηρεσιακής  στολής  εφόσον   χορηγείται.

ία.- Για  αδικαιολόγητη  άρνηση   χρησιμοποίησης   των  μεταφορικών  μέσων  της  υπηρεσίας  για  την  εκτέλεση  του  υπηρεσιακού  έργου.

ΙΗ.- Για   μη  έγκαιρη ή αναρμόδια  ενημέρωση  της   Υπηρεσίας  για  αδυναμία  προσέλευσης  στην  εργασία.

ιη- Για   παρέλκυση  εκτέλεσης  υπηρεσίας.

κ .- Για  μη  τήρηση   των περί  ιεραρχίας  διατάξεων.

κα- Για   άσκηση  πρόσθετου έργου χωρίς  ειδική   έγκριση   από  την  Υπηρεσία.

3.- Η   ποινή  του  προστίμου  ίσου  με  τις  αποδοχές  από πέντε   (5)  έως  οκτώ   (8)  ημέρες  επιβάλλεται:

α.- Για  υποτροπή  σε παράπτωμα  για  το  οποίο  επιβλήθηκε  η  ποινή  προστίμου  ίσου  με  τις  αποδοχές  μίας  (1)  έως  τέσσερις  (4)  ημέρες,   εφόσον  δεν  επήλθε   παραγραφή  της  ποινής   αυτής  και  ανεξάρτητα  από   την  εκτέλεσή  της..

β.- Για  άσκηση   κυρίου   επαγγέλματος  ή  πρόσθετου   έργου  και  συμμετοχή  σε  Διοικητικά   Συμβούλια   Εταιρειών  (ΣΕ, ΕΠΕ, Ε.Ε, ΟΕ) και  σε  συμμετοχικές  εταιρίες   χωρίς   ειδική   έγκριση  της    Υπηρεσίας.

γ.- Για   κάθε  παράβαση   των  κανονιστικών διατάξεων  της   Υπηρεσίας  που  έχει  σχέση  με  τη  διαχείριση  παραστατικών   ή  άλλων  εν  γένει  αποδεικτικών  στοιχείων  και  οφείλεται  σε  αμέλεια.

δ.- Για   αυθαίρετη  απουσία   μίας   ημέρας.

ε.- Για  μη   τήρηση   των  περί  πάσης  φύσεως  αδειών   κειμένων  διατάξεων.

στ.- Για   αδικαιολόγητη   διατήρηση   υψηλών  χρηματικών  υπολοίπων  στις  διαχειρίσεις.

ζ.- Για  μη  τήρηση   της  επαγγελματικής  εχεμύθειας   σύμφωνα  με  τις  κείμενες   διατάξεις  και  εφ΄   όλων  ανεξαιρέτως   των   υπηρεσιακών  υποθέσεων.

η.- Για  φθορά   πραγμάτων  που  ανήκουν   στον   ΕΛΤΑ  λόγω  ασυνήθους  ή  κακής   χρήσης.

θ.- Για  κάθε   απείθεια  ή  άρνηση   εκτέλεσης  εντολής   ιεραρχικού  Προϊσταμένου.

ι.- Για   αποδοχή από  το  Προσωπικό  οποιασδήποτε  αμοιβής ή  δώρων,  εύνοιας, ή ανταλλάγματος που παρέχονται  από   πρόσωπα  των   οποίων   διαχειρίζεται  ή  πρόκειται  να  διαχειρισθεί   τις  υποθέσεις   κατά  την  ενάσκηση  του   υπηρεσιακού  έργου.

ια.- Για απασχόληση από ιεραρχικά ανώτερο οποιουδήποτε ιεραρχικά κατώτερου Προσωπικού σε εργασίες ξένες προς την Υπηρεσία.

4.- Η  ποινή  προστίμου  ίσου  με  τις  αποδοχές  από  εννέα   (9)  έως  δέκα  πέντε   (15)  ημέρες   επιβάλλεται:

α.- Για   υποτροπή   σε  παράπτωμα  για  το  οποίο   επιβλήθηκε  η  ποινή  του  προστίμου  ίσου  με  τις  αποδοχές  πέντε  (5)  έως   οκτώ   (8)  ημέρες  εφόσον  δεν  επήλθε  η  παραγραφή  της  ποινής  και  ανεξάρτητα   από  την  εκτέλεσή  της.

β.- Για  αμέλεια  περί  τη  φύλαξη  κτιρίων  που  ανήκουν   ή  χρησιμοποιούνται  από   τον  ΕΛΤΑ  και  για  χρησιμοποίηση   αυτών για σκοπό μη  υπηρεσιακό.

γ.- Για  αδικαιολόγητη  αποχή   από  την  εκτέλεση  των  υπηρεσιακών   καθηκόντων.

δ.- Για   παράβαση   Εγκυκλίων,  οδηγιών  και  ειδικών   Κανονισμών  που  αφορούν  στην  πρόληψη  ατυχημάτων.

ε.- Για  μη  τήρηση  των  κανονιστικών  διατάξεων  που   διέπουν   την  εξόφληση  επιταγών,  επιδομάτων,  συντάξεων  και  τη  διαχείριση   αντικειμένων  ειδικής   διαχείρισης  εφόσον   επέφερε   μικρής   έκτασης  ηθική  ή  υλική  βλάβη  στον  Οργανισμό.

στ.- Για   αδικαιολόγητη  καθυστέρηση   μετατιθέμενου  ή  αποσπώμενου  Προσωπικού  να  μεταβεί  στη  νέα  του  θέση.

ζ.- Για  μη  τήρηση   λόγω    αμέλειας   από  τα  εντεταλμένα  όργανα    για  τον πειθαρχικό  έλεγχο   και  τη   διεξαγωγή  διοικητικών  ερευνών  και  επιθεωρήσεων   των  διατάξεων  που  διέπουν  το πειθαρχικό  δίκαιο   του  Οργανισμού  και  τον  Κανονισμό   επιθεωρήσεων.
Στη   διάταξη  αυτή  δεν  υπάγονται  οι  πειθαρχικοί  Προϊστάμενοι.

5.-Η  ποινή  προστίμου   ίσου  με  τις  αποδοχές  από δέκα  έξι    (16)  έως   είκοσι  πέντε   (25)  ημέρες   επιβάλλεται:

α.- Για   υποτροπή  σε παράπτωμα  για   το  οποίο   επιβλήθηκε  η  ποινή   του  προστίμου  ίσου  με  τις   αποδοχές  εννέα    (9) έως  δέκα  πέντε   (15)    ημέρες,  εφόσον   δεν  επήλθε   η  παραγραφή   της  ποινής   αυτής   και  ανεξάρτητα   από   την  εκτέλεσή  της.

β.- Για   ψευδή  επίκληση   ασθένειας.

γ.- Για  μέθη  κατά  την  εκτέλεση  της  Υπηρεσίας.

δ.- Για βαριά  προσβολή με  έργα ή  με λόγια   αξιοπρέπειας   συναδέλφου.

ε.- Για  εξύβριση   πελάτη  του   Οργανισμού.

στ.- Για  αυθαίρετη  απουσία δύο (2) έως  πέντε  (5)  ημέρες.

6.-Η  ποινή   προστίμου   ίσου  με  τις  αποδοχές  από  είκοσι  έξι    (26)  έως  τριάντα   πέντε  (35)  ημέρες  επιβάλλεται:

α.- Για  υποτροπή   σε παράπτωμα  για  το  οποίο   επιβλήθηκε  η   ποινή   του  προστίμου  ίσου  με  τις  αποδοχές  από δέκα  έξι     (16)     έως   είκοσι  πέντε  (25)   ημέρες,   εφόσον  δεν  επήλθε  η  παραγραφή  της  ποινής  αυτής  και  ανεξάρτητα  από  την  εκτέλεσή  της.

β.- Για   επιδίωξη   από  το  Προσωπικό  οποιασδήποτε,  εύνοιας,  ανταλλάγματος, αμοιβής ή  δώρων,  που  παρέχονται  από  πρόσωπα  των  οποίων   διαχειρίζεται  ή  πρόκειται  να  διαχειρισθεί   τις   υποθέσεις   κατά   την  ενάσκηση  του  υπηρεσιακού  του  έργου.

γ.- Για   αναληθή  δήλωση,   ή  βεβαίωση,  ή  απόκρυψη  στοιχείων   Προϊσταμένου  Υπηρεσιακής   Λειτουργίας  που  αφορά  στον  αριθμό   του  υπηρετούντος  Προσωπικού  δικαιοδοσίας  του  και  ιδίως  στην   ύπαρξη  πλεονάζοντος  Προσωπικού  κατά  παράβαση  των  ισχυουσών  διατάξεων  και  Εγκυκλίων  οδηγιών,   καθώς   και  η  απόκρυψη   στοιχείων  που έχει  σαν  αποτέλεσμα   τη  μη  λήψη   ορθών  αποφάσεων   από  τους   ιεραρχικά   Προϊσταμένους   του.

δ.- Για  μη  άμεση  εκτέλεση  από  τον  Προϊστάμενο  Υπηρεσιακής   Λειτουργίας  εντολών   ιεραρχικού  Προϊσταμένου  του   που  αφορούν   στην   τοποθέτηση,  μετάθεση,  απόσπαση,   μετακίνηση  Προσωπικού   της  δικαιοδοσίας  του,   καθώς  και  για  τη  μη    άμεση  υλοποίηση   των  εντολών  της  Διοίκησης  σχετικά  με  την
 αξιοποίηση   του  υπηρετούντος  Προσωπικού,   ή   την  απόκρυψη  στοιχείων   σχετικά   με  τα  προβλεπόμενα  στην  παράγραφο  αυτή.

7.-Η  ποινή   του  προστίμου  ίσου  με  τις  αποδοχές  από  τριάντα    έξι  (36)  έως   ενενήντα  (90)    ημέρες   επιβάλλεται:

α.- Για     υποτροπή   σε  παράπτωμα  για  το  οποίο  επιβλήθηκε  η  ποινή  του  προστίμου   ίσου  με  τις  αποδοχές  από  είκοσι  έξι   (26)  ημέρες   έως  τριάντα   πέντε  (35)  ημέρες   εφόσον  δεν  επήλθε  η  παραγραφή  της  ποινής   αυτής  και ανεξάρτητα   από την  εκτέλεσή  της.

β.- Για χειροδικία  σε  βάρος   συναδέλφου  ή  πελάτη  του  Οργανισμού.

γ.- Για   αυθαίρετη   απουσία   έξι   έως   είκοσι   εννέα   ημερών.

δ.- Για   μη  τήρηση   των  κανονιστικών  διατάξεων  που  διέπουν   την  εξόφληση  επιταγών,  συντάξεων,  επιδομάτων κ.λ.π.  και  τη  διαχείριση   αντικειμένων ειδικής διαχείρισης  εφόσον   επέφεραν   μεγάλη  ηθική  ή  υλική  βλάβη  στον  Οργανισμό.

ε .- Για  πλημμελή  ή  μη   έγκαιρη   εκπλήρωση  του  καθήκοντος  που  επέφερε  μεγάλης   έκτασης  ηθική ή  υλική  βλάβη  στον  Οργανισμό.

στ.- Για  αμέλεια   περί  τη  φύλαξη  ή  συντήρηση   κτιρίων  και  πραγμάτων  που  ανήκουν  στον  ΕΛΤΑ  και  για  χρησιμοποίηση   αυτών  για  εξυπηρέτηση  σκοπού  μη   υπηρεσιακού   εφόσον   επήλθε   σοβαρή   ηθική  ή   υλική   βλάβη  στον  Οργανισμό.

ζ .- Για  μη  τήρηση εξαιτίας  βαριάς  αμέλειας  από  τα  εντεταλμένα  όργανα  για  τον  πειθαρχικό  έλεγχο   και  τη  διεξαγωγή  διοικητικών  ερευνών  και  επιθεωρήσεων   των  διατάξεων  που  διέπουν  το  πειθαρχικό  δίκαιο  του  Οργανισμού  και  τον  Κανονισμό  επιθεωρήσεων. 
Στη  διάταξη  αυτή  δεν  υπάγονται   οι  πειθαρχικοί  προϊστάμενοι.

 8.-Η  ποινή  της  προσωρινής  απόλυσης  από  μία   ημέρα  έως  έξι   μήνες   επιβάλλεται:
α.- Για     υποτροπή   σε  παράπτωμα  για  το  οποίο  επιβλήθηκε  η  ποινή  του  προστίμου   ίσου  με  τις  αποδοχές  από   τριάντα  έξι (36) έως  ενενήντα (90) ημέρες,   εφόσον  δεν  επήλθε  η  παραγραφή  της  ποινής   αυτής  και ανεξάρτητα   από την  εκτέλεσή  της.

β.- Για   χρήση  ή  υπό  την  επήρεια  ναρκωτικών  ουσιών  κατά  την  εκτέλεση  της  υπηρεσίας.

γ.- Για   επιδειχθείσα  βαρεία   αμέλεια   κατά  την  εκτέλεση  των  υπηρεσιακών   καθηκόντων   η  οποία   επέφερε   σοβαρή  ηθική  ή  υλική  βλάβη  στον   Οργανισμό.

9.-Η   ποινή   της  οριστικής   απόλυσης   επιβάλλεται  σύμφωνα  με   τις  διατάξεις   των  παραγράφων  5  και  6   του όρου ΙΣΤ1 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. .

10.-  Η υποτροπή  σε  αδικήματα  των  παραγράφων  5 και  6   του όρου ΙΣΤ1 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε.    επισύρει   την  ποινή  της  οριστικής  απόλυσης.

11.- Για  πειθαρχικά  αδικήματα  που  δεν   κατονομάζονται  παραπάνω   ρητά  επιβάλλεται  η  ποινή   της  περίπτωσης  που προβλέπεται   για  τα  κατά  το  μάλλον   συγγενή  αδικήματα,  κατά   την  κρίση  του  αρμοδίου   για  την  επιβολή   της  ποινής  πειθαρχικού  οργάνου.


Όρος ΙΣΤ3

Συρροή Αδικημάτων και Ποινών

1. Κανένας δε διώκεται για το αυτό πειθαρχικό αδίκημα δεύτερη φορά.

2. Περισσότερα πειθαρχικά αδικήματα μπορεί να συνεκδικαστούν κατά την κρίση του οργάνου που έχει την πειθαρχική δικαιοδοσία.

3.-Για περισσότερα πειθαρχικά αδικήματα που συνεκδικάζονται επιβάλλεται μία πειθαρχική ποινή κατά συγχώνευση.
Στην  περίπτωση  αυτή   η  κατά  συγχώνευση  επιβαλλόμενη  πειθαρχική  ποινή  προκύπτει   από   το  άθροισμα   της  επί  μέρους   μεγαλύτερης   ποινής    με τα  τρία  τέταρτα   (3/4)  της  μικρότερης  ποινής   ή  των  τριών  τετάρτων  (3/4)  του  αθροίσματος των  άλλων  μικρότερων  ποινών.


Όρος ΙΣΤ4

Σχέση Πειθαρχικής με Ποινική Δίκη

1. Η πειθαρχική δίκη είναι κατ' αρχήν ανεξάρτητη από την ποινική καθώς και από κάθε άλλη δίκη.

2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική, μπορεί όμως ο πειθαρχικός κριτής, με απόφασή του που μπορεί ν' ανακληθεί ελεύθερα, να διατάξει την αναστολή της πειθαρχικής  δίκης.

3. Πραγματικά γεγονότα, των οποίων η ύπαρξη διαπιστώθηκε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική δίκη, όπως στην ποινική. Δεν κωλύεται όμως, στη συνέχεια, το πειθαρχικό όργανο να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής.

Στην  περίπτωση  έκδοσης αμετάκλητης ποινικής καταδικαστικής απόφασης, μετά την πειθαρχική δίκη σύμφωνα με την οποία δεν κρίθηκε ο πειθαρχικά διωχθείς ως οριστικά απόλυτος, επαναλαμβάνεται με αίτηση  του  αρμόδιου  οργάνου  η πειθαρχική δίωξη για την αυτή πράξη, εάν δικαιολογείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 ή 6 του όρου ΙΣΤ1 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. η οριστική απόλυση του υπαλλήλου. Στην περίπτωση  έκδοσης αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης, η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται με αίτηση του τιμωρηθέντος, εφόσον με την πειθαρχική απόφαση είχε επιβληθεί ποινή  σύμφωνα  με τις  διατάξεις     του όρου ΙΣΤ1 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε..
Το  προς  επανάληψη  της πειθαρχικής  δίκης  δικαίωμα  παραγράφεται  μετά  από   ένα  έτος   απο  τότε   που  η  ποινική   απόφαση  έγινε   αμετάκλητη.
Κατά την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης το αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο το οποίο τελεσίδικα έκρινε ως οριστικά απόλυτο τον κρινόμενο μπορεί να επιβάλει την ίδια ποινή αν ο κρινόμενος υπέπεσε σε πειθαρχικό αδίκημα για ιδιαζόντως βαριά από πρόθεση παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος.
Στην   περίπτωση  επανάληψης  της  πειθαρχικής  δίκης   με  αίτηση του  τιμωρηθέντος  κατά τα  οριζόμενα  στην  παρούσα  παράγραφο,  κατά  την  οποία   ο πειθαρχικά  διωχθείς   τιμωρήθηκε   με  την ποινή  της  οριστικής    απόλυσης και  κατά την  επαναληπτική  διαδικασία    επιβλήθηκε  σ΄ αυτόν  ποινή μικρότερη της οριστικής απόλυσης ,  ο  κρινόμενος   επανέρχεται  στην  Υπηρεσία  και  ο  εκτός  υπηρεσίας  χρόνος αυτού  λογίζεται  ως  χρόνος  πραγματικής  υπηρεσίας  για  κάθε  συνέπεια,  χωρίς  δικαίωμα απόληψης   αναδρομικών  αποδοχών.

Όρος ΙΣΤ5

Εξάλειψη Αξιοποίνου- Παραγραφή Πειθαρχικών Αδικημάτων

1. Τα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται εάν παρήλθε τριετία  ή, γι' αυτά που προβλέπονται στον όρο ΙΣΤ1 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε.  παράγραφοι 5 και 6,  πενταετία από την ημέρα που διαπράχθηκαν, επιφυλασσομένων των διατάξεων των επόμενων παραγράφων 2 έως 5 του παρόντος όρου.

2. Πειθαρχικό αδίκημα που αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν περάσει ο χρόνος που ορίζεται για την παραγραφή του ποινικού αδικήματος. Για τα αδικήματα αυτά οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας αποτελούν λόγο διακοπής της παραγραφής του πειθαρχικού αδικήματος.

3. Όταν ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, το πειθαρχικό αδίκημα παραγράφεται μετά τριετία από την άσκηση αυτής, αν στο μεταξύ δεν εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση. Ως χρόνος άσκησης της πειθαρχικής δίωξης νοείται η  ημερομηνία  κατά  την  οποία   κλήθηκε σε  απολογία  ο  υπαίτιος.

4. Το πειθαρχικό αδίκημα, όταν ασκηθεί έφεση, παραγράφεται αν μέσα σε δύο  έτη  από την άσκηση της έφεσης δεν εκδοθεί απόφαση.

5. Η παραγραφή του πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται με την τέλεση άλλου πειθαρχικού αδικήματος που αποσκοπεί στην απόκρυψη αυτού ή στη ματαίωση της   εξαιτίας αυτού, άσκησης  πειθαρχικής  δίωξης.

6. Στην περίπτωση της διακοπής της παραγραφής οι προθεσμίες που ορίζονται στην παράγραφο 1 του όρου   αυτού αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία της διακοπής και μετρούν από την αρχή.

7. Πειθαρχικό αδίκημα που έχει παραγραφεί και το οποίο διαπιστώνεται παρεπιμπτόντως κατά την εκδίκαση άλλου πειθαρχικού αδικήματος που διαπράχθηκε πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου για παραγραφή του, μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής για  το  κρινόμενο πειθαρχικό  αδίκημα.

8. Σε περίπτωση αμνηστίας, αποκατάστασης, χάριτος ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο άρσης του κολάσιμου ή άρσης ή μεταβολής των συνεπειών της καταδίκης ποινικού αδικήματος, που αποτελεί και πειθαρχικό αδίκημα, δεν αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης.

9. Τυχόν προαγωγή ή επιλογή σε θέση ευθύνης  του υπαλλήλου, ή  η μετάταξη του  σε  άλλη ειδικότητα  δεν αίρει το πειθαρχικώς κολάσιμο της  πράξης που διαπράχθηκε πριν από την προαγωγή,   ή  την επιλογή,   ή  τη  μετάταξη  του.


Όρος ΙΣΤ6

Λήξη Πειθαρχικής Ευθύνης - Μη Εκτέλεση Πειθαρχικών Αποφάσεων

1. Ο υπάλληλος που αποχώρησε από την υπηρεσία για οποιοδήποτε λόγο, δε διώκεται πειθαρχικά, η διαδικασία όμως πειθαρχικής δίωξης αυτού που τυχόν έχει αρχίσει,  μπορεί να συνεχιστεί και μετά τη λύση της εργασιακής του σχέσης, εφόσον αυτός ζει. Πειθαρχική δίωξη που άρχισε, συνεχίζεται υποχρεωτικά με αίτηση του υπαλλήλου που αποχώρησε, εάν αυτή υποβληθεί μέσα σε ένα μήνα από την αποχώρησή του.

2. Τυχόν καταδικαστική απόφαση, που εκδίδεται σύμφωνα με την παραπάνω παράγραφο, παραμένει ανεκτέλεστη.


Όρος ΙΣΤ7

Πειθαρχικές Δικαιοδοσίες

1. Οι πειθαρχικές  δικαιοδοσίες  είναι  μονομελείς και πολυμελείς.

1.1. Η μονομελής πειθαρχική δικαιοδοσία ασκείται από τους πειθαρχικούς Προϊσταμένους του Προσωπικού.

1.2. Η πολυμελής πειθαρχική δικαιοδοσία ασκείται από το Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Πειθαρχικής Κρίσης (ΣΔΠΚ) και τα Πειθαρχικά Συμβούλια.

2.  Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι:

2.1. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
2.2. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
            
Όρος ΙΣΤ8                                          

Μονομελείς   Πειθαρχικές  Δικαιοδοσίες

1. Η μονομελής πειθαρχική δικαιοδοσία ασκείται από τους πειθαρχικούς Προϊσταμένους, οι οποίοι είναι:

1.1.- Ο Διευθύνων Σύμβουλος  ή o εξουσιοδοτημένος  απ΄ αυτόν  Γενικός Διευθυντής   για  όλο  το  Προσωπικό   και οι Γενικοί Διευθυντές για το Προσωπικό των  Διευθύνσεων της  αρμοδιότητάς    τους.

1.2.- Οι Προϊστάμενοι των Υπηρεσιακών  Λειτουργιών στάθμης Διεύθυνσης,   Τομέα   ή  Τμήματος  για το Προσωπικό που υπάγεται σ’ αυτoύς και οι Προϊστάμενοι Ταχυδρομικών Γραφείων για όλο το Προσωπικό που υπάγεται σ' αυτούς. Κατ' εξαίρεση, Προσωπικό που διατελεί σε στράτευση ή εκπαιδευτική άδεια, για τα πειθαρχικά αδικήματα που διαπράττει κατά το χρόνο αυτό, υπάγεται στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων.

2. Κάθε πειθαρχικός Προϊστάμενος μπορεί, να επιβάλλει την ποινή του προστίμου με τις ακόλουθες διακρίσεις:

2.1.- Ο Διευθύνων Σύμβουλος ή  ο  εξουσιοδοτημένος απ΄  αυτόν  Γενικός  Διευθυντής  μέχρι των αποδοχών  σαράντα  πέντε  (45) ημερών για όλο το Προσωπικό.

2.2.- Οι Γενικοί Διευθυντές μέχρι των αποδοχών  τριάντα  (30)  ημερών.

2.3.- Οι Προϊστάμενοι   Διευθύνσεων  μέχρι των αποδοχών είκοσι (20) ημερών.

2.4.- Οι Προϊστάμενοι Τομέων  μέχρι των αποδοχών  δεκαπέντε (15) ημερών.

2.5.- Οι Προϊστάμενοι  Τμημάτων  μέχρι  των  αποδοχών οκτώ (8)  ημερών.

2.6.- Όλοι οι λοιποί πειθαρχικοί Προϊστάμενοι μέχρι των αποδοχών   τεσσάρων (4) ημερών.
                                            
3.-Η πειθαρχική δικαιοδοσία των πειθαρχικών Προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη.

4. Αρμόδιος πειθαρχικός Προϊστάμενος είναι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσιακής  Λειτουργίας στην οποία οργανικά ή με απόσπαση υπαγόταν το Προσωπικό, κατά το χρόνο της τέλεσης του πειθαρχικού αδικήματος, εφόσον αρκεί η πειθαρχική του δικαιοδοσία άλλως εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3  του όρου ΙΣΤ9 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. .

5. Οι πειθαρχικοί Προϊστάμενοι διώκουν και δικάζουν αυτεπάγγελτα, επιφυλασσομένων των περιπτώσεων που προβλέπονται από την παρούσα Ε.Σ.Σ.Ε. .

6. Η έκδοση απόφασης από τον αρμόδιο πειθαρχικό Προϊστάμενο αποκλείει την επανεκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό από άλλον έστω και ανώτερο του δικάσαντος πειθαρχικού Προϊσταμένου, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί  ακύρωσης της απόφασης που εκδόθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. .

7. Ο Διευθύνων Σύμβουλος δύναται  με απόφαση  του  να εκχωρεί σε  Γεν. Διευθυντή  μέρος ή όλες τις αρμοδιότητες που έχει ως πειθαρχικός Προϊστάμενος από την παρούσα Ε.Σ.Σ.Ε.. Στην  περίπτωση  αυτή  και   ο  Διευθύνων  Σύμβουλος  δύναται  να  ασκεί τις  αρμοδιότητες  αυτές.

8.- Σε περίπτωση συναυτουργίας ή συνέργιας κατά τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος, ή  στην  περίπτωση  συνεκδίκασης συναφών υποθέσεων, αρμόδιο  όργανο καθίσταται για όλους τους διωκόμενους το κατά  τις παραπάνω διατάξεις αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση ως προς τον  κατέχοντα θέση Προϊστάμενου Υπηρεσιακής  Λειτουργίας της  ανώτερης  στάθμης  μεταξύ  των  συνδιωκομένων.

9.-Στις περιπτώσεις  πειθαρχικών  αδικημάτων  Προϊσταμένων  Υπηρεσιακών  Λειτουργιών  Στάθμης  Διεύθυνσης  ο Διευθύνων  Σύμβουλος  μπορεί  να  επιβάλει οποιαδήποτε ποινή, από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 7 του όρου ΙΣΤ1 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. .



Όρος ΙΣΤ9           

Πειθαρχική Προδικασία

1. Εάν το πειθαρχικό αδίκημα που διαπιστώθηκε από τον αρμόδιο πειθαρχικό Προϊστάμενο δε χρειάζεται περαιτέρω έρευνα, η Πειθαρχική διαδικασία αρχίζει με απευθείας κλήση του υπαίτιου σε απολογία σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο ΙΣΤ10 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε..  Διαφορετικά, όπως και στην περίπτωση κατά την οποία ο ιεραρχικός Προϊστάμενος στην αντίληψη του οποίου υπέπεσε το αδίκημα δεν έχει πειθαρχική δικαιοδοσία, ενεργείται προανάκριση ή ανάκριση.

2. Η προανάκριση συνίσταται στην προκαταρκτική άτυπη συλλογή και καταγραφή πληροφοριών και στοιχείων για το τυχόν  διαπραχθέν  πειθαρχικό αδίκημα, και για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκε  αυτό.

3.-Ο υπάλληλος που έκανε την προανάκριση, αν δεν έχει πειθαρχική δικαιοδοσία, υποβάλλει ιεραρχικά τα στοιχεία που συγκέντρωσε μαζί με σχετική αιτιολογημένη έκθεσή του στον ιεραρχικό Προϊστάμενό του, που έχει την πειθαρχική δικαιοδοσία. Ο Προϊστάμενος που έχει την πειθαρχική δικαιοδοσία,  ή εκείνος στον οποίο υποβλήθηκε κατά τα ανωτέρω ο φάκελος, εάν από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κρίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης, τερματίζει αυτή χωρίς κλήση σε απολογία του υπαλλήλου   συντάσσοντας σχετική έκθεση, την οποία μαζί με το φάκελο που σχηματίστηκε υποβάλλει στον πειθαρχικό του Προϊστάμενο ο οποίος δεν κωλύεται να ενεργήσει νέα προανάκριση. Αντιθέτως, εάν από τα συγκεντρωθέντα στοιχεία ο πειθαρχικός  Προϊστάμενος του υπαίτιου κρίνει ότι προκύπτει πειθαρχικό αδίκημα, καλεί τον υπαίτιο σε απολογία και επιβάλλει την πειθαρχική ποινή που αρμόζει, εκτός και αν κρίνει ότι για το αδίκημα πρέπει να επιβληθεί ποινή βαρύτερη από αυτή, την οποία αυτός δικαιούται να επιβάλλει ως εκ της δικαιοδοσίας του.

Στην περίπτωση αυτή, καθώς και στην περίπτωση κατά την οποία μετά την κλήση του διωκόμενου σε απολογία ανακύψουν  και νέα στοιχεία, με βάση τα οποία δεν επαρκεί η δικαιοδοσία αυτού για τον κολασμό του αδικήματος, υποβάλλει την υπόθεση με αιτιολογημένη έκθεση στον αμέσως ανώτερο αυτού πειθαρχικό Προϊστάμενο, ο οποίος επίσης αν κρίνει ανεπαρκή και τη δική του δικαιοδοσία, υποβάλλει την υπόθεση στον αμέσως πειθαρχικώς  ανώτερο Προϊστάμενο και κατ' αυτόν τον τρόπο μέχρι τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ή τον   εξουσιοδοτημένο  απ΄ αυτόν Γενικό Διευθυντή. Ο Διευθύνων Σύμβουλος  ή ο εξουσιοδοτημένος απ’ αυτόν Γενικός Διευθυντής εάν πρόκειται για πειθαρχικό αδίκημα που αφορά το Προσωπικό, εκτός των Προϊσταμένων  Διευθύνσεων είτε εκδικάζει την υπόθεση είτε εισάγει αυτή στο αρμόδιο πειθαρχικό Συμβούλιο με έγερση της σχετικής πειθαρχικής αγωγής. Από τους ανωτέρω πειθαρχικούς Προϊσταμένους αυτός που έχει δικαίωμα εκδίκασης έφεσης,  σύμφωνα με τον  όρο ΙΣΤ11 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. εάν κρίνει ότι για τον  κολασμό της  υπόθεσης πειθαρχικού αδικήματος που υποβλήθηκε σ' αυτόν επαρκεί η δικαιοδοσία του ιεραρχικά υφισταμένου του, μπορεί να επαναφέρει την υπόθεση σ' αυτόν για εκδίκαση.

4.-Εάν το πειθαρχικό αδίκημα χρειάζεται περαιτέρω έρευνα διεξάγεται ανάκριση. Την ανάκριση διεξάγει κατ' αρχήν ο πειθαρχικός Προϊστάμενος που επιλήφθηκε ή άλλος υπάλληλος που ορίζεται από αυτόν. Σε κάθε περίπτωση ο Διευθύνων Σύμβουλος ή ο εξουσιοδοτημένος απ΄ αυτόν  Γενικός  Διευθυντής μπορεί να διατάξει τη διενέργεια ανάκρισης από υπηρεσιακό όργανο που καθορίζεται από αυτόν. Ο διεξάγων την ανάκριση μπορεί να προσλάβει γραμματέα μόνο υπάλληλο του ΕΛΤΑ.
  Η  πρόσληψη   γραμματέα   είναι  υποχρεωτική   αν  το  ζητήσει  ο  εξεταζόμενος  ή  στην  περίπτωση  που   ο  εξεταζόμενος  δεν  γνωρίζει  ανάγνωση.

 5. Δεν μπορούν να διενεργήσουν ανάκριση:

5.1.- Όσοι έχουν σχέση με το αδίκημα με οποιοδήποτε τρόπο.

5.2.- Οι πειθαρχικοί Προϊστάμενοι που άσκησαν την πειθαρχική τους αρμοδιότητα για το αδίκημα που εξετάζεται.

5.3.- Οι κατευθείαν  γραμμή εξ αίματος συγγενείς εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η ανάκριση, οι  εκ πλαγίου μέχρι και του τετάρτου βαθμού   συγγενείς,  ο σύζυγος   και  οι εξ αγχιστείας συγγενείς μέχρι και του   τρίτου  βαθμού.

6. Ο διεξάγων την ανάκριση δικαιούται να ζητήσει από οποιαδήποτε Υπηρεσία του ΕΛΤΑ τη διενέργεια ανακριτικής πράξης στην έδρα αυτής, καθορίζοντας όμως στην περίπτωση αυτή την έκταση των ενεργειών ή το ερωτηματολόγιο στην περίπτωση λήψης κατάθεσης.                                                          

7. Η ανάκριση είναι μυστική.

8. Η ανάκριση μπορεί να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων αδικημάτων του αυτού υπαλλήλου ή άλλων υπαλλήλων για τα οποία προκύπτουν στοιχεία, κατά την πορεία της ανάκρισης.

9. Οι ανακριτικές πράξεις είναι:   α) αυτοψία,  β) εξέταση μαρτύρων,   γ) πραγματογνωμοσύνη, δ) εξέταση αυτού κατά του οποίου στρέφεται η ανάκριση, ε) κάθε άλλη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.

10. Για την ανακριτική πράξη συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από όλους τους συμπράξαντες ή μνημονεύεται σ' αυτή η τυχόν άγνοια ανάγνωσης και γραφής ή άρνηση υπογραφής.

11. Η εξέταση μαρτύρων που προσάγονται από αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η ανάκριση, πέραν των δύο, απόκειται στην κρίση του ενεργούντος την ανάκριση. Κατά την ανάκριση πρέπει πάντως να καλείται για εξέταση αυτός κατά του οποίου στρέφεται η ανάκριση. Η μη προσέλευση ή άρνηση για εξέταση δεν κωλύει την πρόοδο της ανάκρισης, συνιστά όμως, προκειμένου γι' αυτόν, κατά του οποίου διενεργείται  η ανάκριση ή για τον υπάλληλο του ΕΛΤΑ που κλητεύτηκε ως μάρτυρας από τον ενεργούντα την ανάκριση, πειθαρχική παράβαση,  η οποία πρέπει να ελεγχθεί κατά τις διατάξεις της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. . Παράσταση ή συμπαράσταση πληρεξούσιου απαγορεύεται.
Ο εντεταλμένος για τη διεξαγωγή της ανάκρισης, υποβάλλει το φάκελο που σχηματίστηκε μαζί με το πόρισμά του σ' αυτόν που του έδωσε την εντολή για  την   ανάκριση.

13. Αυτός που αυτεπάγγελτα επιλήφθηκε της ανάκρισης, μετά το πέρας αυτής ενεργεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγρ. 3 του όρου αυτού. Κλήση  του  διωκόμενου  σε  συμπληρωματική  κατάθεση δεν  αποκλείεται.

14. Άκυρες ή ελαττωματικές πράξεις ανακαλούνται σε οποιοδήποτε στάδιο. Πράξη που ανακλήθηκε θεωρείται ότι δεν υπήρξε ποτέ.


Όρος ΙΣΤ10
Απολογία

1. Οι πρωτόδικες πειθαρχικές αποφάσεις εκδίδονται μετά από κλήση του Προσωπικού σε απολογία. Η μη υποβολή απολογίας, εφόσον η σχετική κλήση επιδόθηκε  αποδεδειγμένα δεν κωλύει την έκδοση της απόφασης.  Η απολογία που υποβλήθηκε εκπρόθεσμα μπορεί να λαμβάνεται υπόψη.

2. Η εξέταση του διωκόμενου κατά το στάδιο της προδικασίας δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία.

3. Η κλήση σε απολογία καθορίζει σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό αδίκημα και τάσσει εύλογη προθεσμία για απολογία, πάντως όχι μικρότερη των 72 ωρών. Η προθεσμία για απολογία μπορεί να παραταθεί μία φορά μέχρι το διπλάσιο της προθεσμίας που τάχθηκε, εφόσον ο εγκαλούμενος υποβάλει μέσα στην παραπάνω προθεσμία έγγραφη αίτηση,  στην  οποία  να  δικαιολογεί  την  αιτούμενη  παράταση. Κλήση του εγκαλούμενου σε συμπληρωματική απολογία  με την  ίδια  διαδικασία  δεν αποκλείεται.

4. Η κλήση σε απολογία επιδίδεται με απόδειξη  παραλαβής στα χέρια του εγκαλούμενου. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής, αυτός που επιδίδει την κλήση συντάσσει πράξη που βεβαιώνει την άρνηση  με  σύμπραξη μάρτυρα. Η άρνηση παραλαβής της κλήσης σε απολογία συνιστά πειθαρχική παράβαση.

5. Η υποβολή απολογίας αποτελεί υπηρεσιακό καθήκον. Αυτή επιδίδεται στον καλούντα ή διαβιβάζεται σ' αυτόν ιεραρχικά,  με απόδειξη παραλαβής.


6. Ο καλούμενος σε απολογία δικαιούται να ζητήσει στην απολογία του εύλογη προθεσμία για να υποβάλει έγγραφα στοιχεία. Η παροχή της προθεσμίας αυτής εναπόκειται στην κρίση του καλούντος.                                                        

7.-Μετά την υποβολή της απολογίας ή την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας για υποβολή απολογίας, η πειθαρχική δίωξη περατώνεται με έκδοση απόφασης. Κατά την  έκδοση  της  απόφασης  ερευνάται  και   εκτιμάται  το  γεγονός  της  μη  υποβολής  απολογίας.  Για τις αποφάσεις αυτές εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 5 - 8  του όρου ΙΣΤ14 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. .


Όρος ΙΣΤ11

Ένδικα Μέσα κατά Αποφάσεων Mονομελούς Πειθαρχικής Δικαιοδοσίας - Προδικασία Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας
Πειθαρχικής Κρίσης (ΣΔΠΚ)


1.- Κατά των πρωτόδικων αποφάσεων των πειθαρχικών Προϊσταμένων, χωρεί έφεση του τιμωρηθέντος, η οποία ασκείται μέσα σε προθεσμία πέντε [5] ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. Η έφεση κατατίθεται στην Υπηρεσιακή Λειτουργία του εκκαλούντος με απόδειξη παραλαβής. Η έφεση εκδικάζεται προκειμένου για πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε:

1.1.-  Από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο   ή τον εξουσιοδοτημένο απ΄ αυτόν  Γενικό Διευθυντή, από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο στο οποίο διαβιβάζεται αυτή μαζί με την προσβαλλόμενη απόφαση και τον οικείο πειθαρχικό φάκελο.

Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, εκδικάζοντας την έφεση κατά της απόφασης του Διευθύνοντος Συμβούλου ή του εξουσιοδοτημένου απ’ αυτόν Γενικού Διευθυντή, δικαιούται:

1.1.1.- Να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση για παράβαση
διάταξης ή μη τήρησης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση επαναφέρεται στον εκδόσαντα την απόφαση για επανάληψη της διαδικασίας από το σημείο που εμφιλοχώρησε το ελάττωμα το οποίο επέφερε την ακύρωση.

1.1.2.-  Να κάνει δεκτή στο σύνολό της επί της ουσίας την έφεση και να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και την ποινή που επιβλήθηκε με αυτή.

1.1.3.-  Να κάνει δεκτή εν μέρει επί της ουσίας την έφεση και να μειώσει την ποινή που επιβλήθηκε.

1.1.4.-  Να απορρίψει στο σύνολό της επί της ουσίας την έφεση επικυρώνοντας την ποινή που επιβλήθηκε.

1.2.-  Από κάθε άλλο Πειθαρχικό Προϊστάμενο από τον αμέσως ανώτερό του  Πειθαρχικό Προϊστάμενο στον οποίο διαβιβάζεται αυτή μαζί με την προσβαλλόμενη απόφαση και τον οικείο πειθαρχικό φάκελο.

Ο αμέσως ανώτερος Πειθαρχικός Προϊστάμενος δικαιούται:

α.-  Να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση για παράβαση διάταξης ή μη τήρησης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση επαναφέρεται στον εκδόσαντα την απόφαση για επανάληψη της διαδικασίας από το σημείο που εμφιλοχώρησε το ελάττωμα το οποίο επέφερε την ακύρωση.

β.-  Να κάνει δεκτή στο σύνολο της επί της ουσίας την έφεση και να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και την ποινή που επιβλήθηκε με αυτή.

γ.- Να κάνει δεκτή εν μέρει επί της ουσίας την έφεση και να μειώσει την ποινή που επιβλήθηκε.

δ.- Να απορρίψει στο σύνολό της επί της ουσίας την έφεση επικυρώνοντας την ποινή που επιβλήθηκε.

ε.- Εάν κρίνει ότι για το αδίκημα πρέπει να επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη από εκείνη που επιβλήθηκε, να ασκήσει και αυτός έφεση υπέρ του ΕΛΤΑ (αντέφεση) μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση σ’ αυτόν  της έφεσης του τιμωρηθέντος, η οποία (αντέφεση) συναποστέλλεται μαζί με την έφεση, την απόφαση και τον οικείο πειθαρχικό φάκελο στο ΣΔΠΚ και κοινοποιείται στον εγκαλούμενο.

Το  ΣΔΠΚ εκδικάζοντας την έφεση  ή  την αντέφεση  δικαιούται:

1.2.1.- Να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση για παράβαση διάταξης ή μη τήρησης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση επαναφέρεται στον εκδόσαντα την απόφαση για επανάληψη της διαδικασίας από το σημείο που εμφιλοχώρησε το ελάττωμα το οποίο επέφερε την ακύρωση.

1.2.2.- Να κάνει δεκτή στο σύνολό της επί της ουσίας την έφεση και να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση και την ποινή που επιβλήθηκε με αυτή.

1.2.3.- Να κάνει δεκτή εν μέρει επί της ουσίας την έφεση και να μειώσει την ποινή που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

1.2.4.- Να κάνει δεκτή επί της ουσίας στο σύνολό της ή εν μέρει την έφεση υπέρ ΕΛΤΑ και να αυξήσει την ποινή που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

1.2.5.- Να απορρίψει αυτές επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση.

2. Πειθαρχική απόφαση, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση από τον τιμωρηθέντα, υποβάλλεται μαζί με τον οικείο φάκελο στον αμέσως ανώτερο πειθαρχικό Προϊστάμενο αυτού που εξέδωσε την  απόφαση. Αυτός   δικαιούται:

α.- Να ακυρώσει αυτή για παράβαση διάταξης ή μη τήρηση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.1.1. του παρόντος  όρου.

β.- Εάν κρίνει ότι για το αδίκημα πρέπει να επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη από εκείνη που επιβλήθηκε, να ασκήσει έφεση υπέρ του ΕΛΤΑ μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση σ’ αυτόν της απόφασης  η  οποία κοινοποιείται  στον  εγκαλούμενο. Στην  περίπτωση  αυτή  μπορεί  να  γίνει  έφεση (αντέφεση) του τιμωρηθέντος  εντός  πέντε (5)  ημερών από  την  κοινοποίηση  σ΄ αυτόν   της  έφεσης  υπέρ  ΕΛΤΑ.
Η  έφεση   υπέρ   ΕΛΤΑ  και  η  αντέφεση   συναποστέλλονται   με  την πρωτόδικη  απόφαση   και  τον  οικείο  πειθαρχικό  φάκελο στο  ΣΔΠΚ.


2.1.-Το ΣΔΠΚ εκδικάζοντας την έφεση υπέρ του ΕΛΤΑ ή και  την  αντέφεση  δικαιούται να κάνει δεκτή επί της ουσίας στο σύνολό της ή εν μέρει την έφεση  ή  την  αντέφεση  ή να απορρίψει επί της ουσίας στο σύνολό της ή εν μέρει αυτές επιβάλλοντας ποινή της δικαιοδοσίας του.

3. Ο εγκαλούμενος δικαιούται να λάβει γνώση του πειθαρχικού φακέλου,  με   επιτόπια μελέτη  και τη χορήγησης φωτοαντιγράφων των στοιχείων αυτού, πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης και συντάσσεται γι' αυτό πράξη, η οποία υπογράφεται από  αρμόδιο  υπάλληλο και  από  τον  λαμβάνοντα  γνώση   ή  αν  αρνηθεί  ο  δεύτερος   μόνο  από  τον  πρώτο.
Ο  εγκαλούμενος δικαιούται  να  λάβει  γνώση της  δικογραφίας  και  με  εκπρόσωπο του κατόπιν ειδικής έγγραφης εξουσιοδότησης.

4. Σε  έφεση  υπέρ  του  ελτα  υπόκεινται  και  οι   αθωωτικές  αποφάσεις.

5. Η άσκηση  έφεσης και η προθεσμία για την άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης.

6. Αφού περάσουν άπρακτες οι προθεσμίες των παραγράφων 1 και  2  του όρου αυτού, οι πρωτόδικες πειθαρχικές αποφάσεις της μονομελούς δικαιοδοσίας καθίστανται τελεσίδικες  και δεν  υπόκεινται σε  άλλο  ένδικο  μέσο, ο δε  πειθαρχικός φάκελος επαναδιαβιβαζεται σ' αυτόν που επέβαλε την ποινή. Εκπρόθεσμη  έφεση  ή  αντέφεση  θεωρείται  ως  μη  ασκηθείσα.

7. Το ΣΔΠΚ κρίνει με βάση τα έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον του πειθαρχικού κριτή που δίκασε πρωτόδικα, δικαιούται όμως να δεχθεί και νέα αποδεικτικά στοιχεία ή να επιτρέψει και νέα αποδεικτικά μέσα.

8.- Το  πειθαρχικό   όργανο  που   κρίνει  την  έφεση  ή  την  αντέφεση   δικαιούται   να  υπαγάγει   το  υπό  κρίση  πειθαρχικό   αδίκημα   σε  άλλη  κατηγορία  πειθαρχικών  αδικημάτων ανάλογα με τη βαρύτητά του σύμφωνα με τις  προβλεπόμενες   στον  όρο ΙΣΤ2 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. από  αυτήν  που πρωτόδικα  είχε  υπαχθεί και  να  επιβάλλει  την  ανάλογη  ποινή.

9. Αιτιάσεις για κακή σύνθεση του ΣΔΠΚ μπορεί να προβληθούν μόνο ενώπιον του ίδιου Συμβουλίου και μέχρι το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας και πριν από την διάσκεψη.

10. Οι  αποφάσεις  που  εκδίδονται  ύστερα  από  έφεση ή αντέφεση  είναι  τελεσίδικες,  δεν  υπόκεινται σε  κανένα ένδικο μέσο και είναι   άμεσα  εκτελεστές. Ο   πειθαρχικός  φάκελος  παραμένει στον εκδόσαντα την απόφαση επί της έφεσης Πειθαρχικό Προϊστάμενο ή στη Γραμματεία του Δευτεροβαθμίου   Πειθαρχικού  Συμβουλίου, ή του ΣΔΠΚ..


Όρος ΙΣΤ12
          
πολυμελείς  Πειθαρχικές  Δικαιοδοσίες

1.-Το  Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Πειθαρχικής Κρίσης δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1.2.ε. και 2.β  του  όρου ΙΣΤ11  της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. και μπορεί να επιβάλλει κατ’ ανώτατο όριο την ποινή της προσωρινής απόλυσης έξι (6) μηνών.

Το Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Πειθαρχικής Κρίσης (ΣΔΠΚ) συγκροτείται ως εξής  :

1.-Από ένα Γενικό Διευθυντή ως Πρόεδρο που αναπληρώνεται από άλλο Γενικό Διευθυντή.

1.2.-Από δύο Προϊσταμένους  Διευθύνσεων που αναπληρώνονται από δύο άλλους Προϊσταμένους  Διευθύνσεων.

1.3. Από δύο υπαλλήλους του ΕΛΤΑ ως εκπροσώπους των εργαζομένων, με αναπληρωτές τους δύο άλλους υπαλλήλους που προτείνονται  από  την  ενιαία  επαγγελματική  οργάνωση  του  Προσωπικού. Αν μέσα  σε  εύλογη  προθεσμία  δεν  προταθεί  για  οποιοδήποτε  λόγο   κανένας  υπάλληλος,  το   Συμβούλιο  συγκροτείται  νόμιμα  χωρίς  εκπροσώπους  του  Προσωπικού.

2.-το  Πρωτοβάθμιο  Πειθαρχικό  Συμβούλιο  δικάζει  τις  υποθέσεις   για  τις  οποίες  εγείρεται  πειθαρχική  αγωγή,  σύμφωνα με τις  διατάξεις  της  παραγράφου 1  του όρου ΙΣΤ13 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. και  μπορεί  να  επιβάλλει  οποιαδήποτε  ποινή  απ΄  αυτές  που  αναφέρονται   στην παραγρ. 7 του όρου ΙΣΤ1 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. επιφυλασσομένων των διατάξεων των παραγράφων 5 & 6 του  εν λόγω όρου ΙΣΤ1.

Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκροτείται ως εξής:

2.1.- Από ένα μέλος  του  Διοικητικού    Συμβουλίου ως Πρόεδρο που αναπληρώνεται από άλλο  μέλος   του  Διοικητικού    Συμβουλίου.

2.2.- Από  ένα  Γενικό  Διευθυντή που  αναπληρώνεται  από  άλλο   Γενικό  Διευθυντή.

2.3.- Από   ένα Προϊστάμενο  Διεύθυνσης   που αναπληρώνεται από  άλλο  Προϊστάμενο  Διεύθυνσης.

2.4.- Από δύο υπαλλήλους του ΕΛΤΑ ως εκπροσώπους των εργαζομένων, με αναπληρωτές τους δύο άλλους υπαλλήλους που προτείνονται  από  την  ενιαία  επαγγελματική  οργάνωση  του  Προσωπικού. Αν μέσα  σε  εύλογη  προθεσμία  δεν  προταθεί  για  οποιοδήποτε  λόγο   κανένας  υπάλληλος,  το   Συμβούλιο  συγκροτείται  νόμιμα  χωρίς  εκπροσώπους  του  Προσωπικού.

3.-Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων του Διευθύνοντος Συμβούλου ή  του εξουσιοδοτημένου απ΄  αυτόν Γενικού  Διευθυντή, ασχέτως  βαθμού  του  εφεσείοντος  καθώς και κατά των πρωτόδικων αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και  μπορεί  να  επιβάλλει  οποιαδήποτε ποινή από  τις   αναφερόμενες  στην παραγρ. 7 του όρου ΙΣΤ1 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε., επιφυλασσομένης  της  διάταξης  της  παραγράφου 9  του παρόντος όρου  .

Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, δικάζοντας έφεση που ασκείται από τον Πρόεδρο του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, δικαιούται να επαυξήσει την ποινή που επιβλήθηκε πρωτόδικα με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου  9 του παρόντος όρου .


Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκροτείται ως εξής:

3.1.- Από έναν Αρεοπαγίτη ως Πρόεδρο, που αναπληρώνεται από άλλον Αρεοπαγίτη που ορίζονται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου.

3.2.- Από δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που αναπληρώνονται από άλλα  δύο  μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.


3.3.- Από δύο υπαλλήλους, ως εκπροσώπους των εργαζομένων στον ΕΛΤΑ, με αναπληρωτές τους άλλους υπαλλήλους που προτείνονται  από  την  ενιαία   επαγγελματική  οργάνωση  του  Προσωπικού. Αν μέσα  σε  εύλογη  προθεσμία   δεν  προταθεί  για  οποιοδήποτε  λόγο  κανένας  υπάλληλος  το  Συμβούλιο   συγκροτείται   νόμιμα  χωρίς  εκπρόσωπους  του   Προσωπικού.

4.- Ύστερα από εισήγηση του Διευθύνοντος Συμβούλου ή του εξουσιοδοτημένου από αυτόν Γενικού Διευθυντή με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου για την ταχεία κρίση των πειθαρχικών αδικημάτων από Πολυμελείς δικαιοδοσίες μπορούν να συγκροτούνται στην αρχή του έτους και να λειτουργούν το Β΄ Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και το Β΄ Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.


5.- Τα ανωτέρω Πειθαρχικά Συμβούλια συγκροτούνται με διαφορετική σύνθεση από αυτήν του Α΄ Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Α΄ Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου χωρίς να αποκλείεται μέλη του Α΄ Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου να μετέχουν και στη σύνθεση  του Β΄ Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και μέλη του Α΄ Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου να μετέχουν και  στη   σύνθεση  του   Β΄ Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

6.-Στο ΣΔΠΚ και στα Πειθαρχικά Συμβούλια μετέχουν ως εισηγητές χωρίς δικαίωμα ψήφου, οι οποίοι αποχωρούν μετά το πέρας της διαδικασίας και πριν από τη διάσκεψη, οι παρακάτω:

α. Στο ΣΔΠΚ και στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, ο Προϊστάμενος του Τομέα Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων,  που αναπληρώνεται από το νόμιμο αναπληρωτή του.
β. Στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων που αναπληρώνεται από το νόμιμο αναπληρωτή του.

7. Χρέη  γραμματέων   στο ΣΔΠΚ, στο  Πρωτοβάθμιο  και  στο  Δευτεροβάθμιο  Πειθαρχικό  Συμβούλιο  εκτελούν  υπάλληλοι εκείνης  της  Υπηρεσιακής  Λειτουργίας της  Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων, η  οποία  σύμφωνα με τον  Υπηρεσιακό  οργανισμό  ελτα  έχει την αρμοδιότητα χειρισμού θεμάτων πειθαρχικού  έλεγχου  και κατά  προτίμηση  από   αυτούς  που  έχουν  πτυχίο Νομικής,   οι  οποίοι  ορίζονται  με  απόφαση  του  Διευθύνοντος Συμβούλου  ή  του εξουσιοδοτημένου  απ΄  αυτόν   Γενικού  Διευθυντή.

-  Τα   μέλη  του  Διοικητικού  Συμβουλίου  και  οι  υπάλληλοι   ελτα  που  απαρτίζουν  τα  Πειθαρχικά  Συμβούλια,  καθώς  και  οι   αναπληρωτές   τους,  των  οποίων   ο  διορισμός  δεν  προκύπτει από  τις   κείμενες  διατάξεις,  ορίζονται  με  απόφαση  του  Διοικητικού    Συμβουλίου  ελτα.

8. Η θητεία των μελών και των γραμματέων του ΣΔΠΚ και των Πειθαρχικών Συμβουλίων είναι ετήσια, κατά ημερολογιακό έτος. Η αντικατάσταση αυτών, ενώ διαρκεί η θητεία τους, είναι δυνατή όποτε  συντρέχουν υπηρεσιακοί λόγοι που μνημονεύονται ειδικά στην οικεία απόφαση, τηρούμενης της διαδικασίας του διορισμού τους.

9. τo  δευτεροβάθμιο    πειθαρχικό  Συμβούλιο   δικάζοντας  επί  έφεσης  ή  αντέφεσης  δεν  μπορεί  να  επιβάλλει  την  ποινή  της  οριστικής  απόλυσης,  εφόσον  ο  εφεσίβλητος  δεν  διώχθηκε   για  αδικήματα    του όρου ΙΣΤ1  παράγραφοι  5  και  6 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε..


10.- Πειθαρχικά Συμβούλια   και  το  ΣΔΠΚ   βρίσκονται  σε απαρτία όταν είναι παρόντα τα τρία από τα μέλη τους, μεταξύ των οποίων  υποχρεωτικά   ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και συνεδριάζουν μυστικά.

11. σε  περίπτωση  παραίτησης,  θανάτου,  κωλύματος  για  οποιοδήποτε  λόγο   τακτικού   ή  αναπληρωματικού  μέλους  των  Πειθαρχικών  Συμβουλίων, και του ΣΔΠΚ  αυτά   συνεχίζουν   να  συνεδριάζουν,   εφόσον   υπάρχει  απαρτία   σύμφωνα  με  το  προηγούμενο εδάφιο  του  παρόντος   όρου,  μέχρι  τον  ορισμό  νέου  μέλους.

12. Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και σε ισοψηφία λογίζεται διπλή η ψήφος του    Προέδρου. Σε περίπτωση που δε μπορεί να επιτευχθεί πλειοψηφία, γιατί υπάρχουν περισσότερες από δύο γνώμες, εκείνοι που έχουν ταχθεί υπέρ της βαρύτερης ποινής οφείλουν για τη λήψη απόφασης, να συνταχθούν με μια από τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο προτάσεις.

13. Εξαιρούνται από τη σύνθεση του ΣΔΠΚ και των πειθαρχικών συμβουλίων οι κωλυόμενοι να ενεργήσουν ανάκριση, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του όρου ΙΣΤ9 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. , καθώς και εκείνοι που διενήργησαν ανάκριση στην κρινόμενη υπόθεση ή άσκησαν σ' αυτήν πειθαρχική δικαιοδοσία. Ομοίως εξαιρούνται από τη σύνθεση των   Πειθαρχικών   Συμβουλίων  που  εκδικάζουν   σε  δεύτερο  βαθμό  την  κρινόμενη   υπόθεση  όσοι  μετείχαν   στη  σύνθεση  των  Πειθαρχικών  Συμβουλίων  που  εκδίκασαν   την  υπόθεση  αυτή  σε  πρώτο  βαθμό.

14.-Σχετικά με τη σύνθεση,  συγκρότηση και λειτουργία των Συμβουλίων του παρόντος  όρου, εφαρμογή εκτός των ειδικών διατάξεων  που προβλέπονται  για τα Συμβούλια αυτά έχουν και τα οριζόμενα στον όρο  ΣΤ16 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. .

15.-Όπου στην παρούσα Ε.Σ.Σ.Ε. αναφέρεται το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο θα θεωρείται το Α΄ Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και το Β΄ Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, εφόσον είναι συγκροτημένο και όπου αναφέρεται το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο θα θεωρείται το Α΄ Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και το Β΄ Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, εφόσον είναι συγκροτημένο.




Όρος ΙΣΤ13

Προδικασία Πειθαρχικών Συμβουλίων

1.-Την πειθαρχική αγωγή,  ενώπιον του  Πρωτοβαθμίου  Πειθαρχικού Συμβουλίου εγείρει ο Διευθύνων Σύμβουλος, ή ο εξουσιοδοτημένος απ΄ αυτόν  Γεν. Διευθυντής εάν κρίνει ότι για   το αδίκημα πρέπει να   επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη από εκείνη που προβλέπεται από την πειθαρχική δικαιοδοσία του. Πειθαρχική αγωγή εγείρεται υποχρεωτικά, όταν πρόκειται, για περίπτωση από τις αναφερόμενες στον  όρο ΙΣΤ1,  παράγραφοι 5 & 6 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. επιφυλασσομένης   της  διάταξης   της  παραγράφου  2. 1  του όρου ΙΣΤ8 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. .


2. Κατά υπαλλήλου που έχει τεθεί σε αργία λόγω ποινικής δίωξης ή καταδίκης και επανέρχεται έπειτα σε ενέργεια, εγείρεται υποχρεωτικά πειθαρχική αγωγή για τις πράξεις που διώχθηκε ή καταδικάστηκε, εάν αυτό δεν είχε γίνει προ της θέσεώς του σε αργία. Η έγερση της πειθαρχικής αγωγής απόκειται στην κρίση του Διευθύνοντος Συμβούλου, ή  του εξουσιοδοτημένου απ΄  αυτόν Γενικού Διευθυντή  σε περίπτωση παύσης της ποινικής δίωξης ή αθώωσης του διωχθέντος.
Από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος όρου εξαιρούνται οι Προϊστάμενοι των  Διευθύνσεων οι οποίοι σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. εμπίπτουν για την κρίση όλων των Πειθαρχικών αδικημάτων και για την αντίστοιχη επιβολή ποινής στη πειθαρχική δικαιοδοσία του Διευθύνοντος Συμβούλου ή του εξουσιοδοτημένου από αυτόν Γενικού Διευθυντού.

3. Ανάκληση της πειθαρχικής αγωγής που  εγέρθηκε αποκλείεται.

4. Στην πειθαρχική αγωγή πρέπει να ορίζονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το διωκόμενο αδίκημα καθώς και τα στοιχεία της ενοχής που υπάρχουν.

5.-Η πειθαρχική αγωγή ή η έφεση υπέρ του ΕΛΤΑ κοινοποιείται στον εγκαλούμενο και μετά διαβιβάζεται μαζί με τον πειθαρχικό φάκελο που σχηματίσθηκε, καθώς και ολόκληρο τον ατομικό φάκελο του εγκαλούμενου στο γραμματέα του  αρμόδιου  Πειθαρχικού Συμβουλίου. Ο εγκαλούμενος δικαιούται να λάβει γνώση του πειθαρχικού φακέλου,  με   επιτόπια μελέτη  και τη χορήγηση φωτοαντιγράφων των στοιχείων αυτού, πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης και συντάσσεται γι' αυτό πράξη, η οποία υπογράφεται από αρμόδιο υπάλληλο και από τον λαμβάνοντα γνώση ή αν αρνηθεί ο δεύτερος μόνο από τον πρώτο. Ο εγκαλούμενος δικαιούται να λάβει γνώση της δικογραφίας και με εκπρόσωπό του κατόπιν ειδικής έγγραφης εξουσιοδότησης.





Όρος ΙΣΤ14

Διαδικασία Πειθαρχικών Συμβουλίων και ΣΔΠΚ

1. Μετά την έγερση της πειθαρχικής αγωγής ή την άσκηση της έφεσης, ο Πρόεδρος του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβουλίου ή του ΣΔΠΚ προσδιορίζει την ημέρα της πειθαρχικής δίκης με πράξη του που κοινοποιείται με απόδειξη στον εγκαλούμενο ή εφεσείοντα πριν δέκα τουλάχιστον ημέρες. Ο  εγκαλούμενος  ή ο εφεσείων δικαιούται μέσα σε 4 ημέρες από την κοινοποίηση σ' αυτόν της πράξης προσδιορισμού της  δικάσιμου να δηλώσει αν θα παραστεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και να προτείνει τυχόν μάρτυρες υπεράσπισής του. Η παράσταση ή συμπαράσταση πληρεξουσίου απαγορεύεται.

2. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια και το ΣΔΠΚ δικαιούνται να απαιτήσουν την αυτοπρόσωπη παράσταση του εγκαλούμενου ενώπιόν τους ή του εφεσείοντος, καθώς και κάθε υπηρεσιακού παράγοντα. Η προσέλευση του  εγκαλούμενου ή του εφεσείοντος στη δίκη, είτε κατόπιν πρόσκλησης των Συμβουλίων είτε κατόπιν σχετικής δήλωσής του σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, αποτελεί νόμιμο λόγο χορήγησης σ' αυτόν ανάλογης άδειας απουσίας με αποδοχές.

3. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια και το ΣΔΠΚ αναβάλλουν τη δίκη οσάκις κρίνουν αναγκαία την ενέργεια ανάκρισης ή συμπλήρωσης της ανάκρισης ή την εξέταση μάρτυρα ή την αυτοπρόσωπη παράσταση του  εγκαλούμενου  ή του  εφεσείοντα ή μάρτυρα. Σε περίπτωση αναβολής της δίκης για οποιοδήποτε λόγο, ο Πρόεδρος προσδιορίζει άλλη δικάσιμο, την οποία γνωστοποιεί στο  εγκαλούμενο  ή τον εφεσείοντα έγκαιρα σύμφωνα με τα παραπάνω,  ή αν αυτοί παρίστανται στο Συμβούλιο με προφορική ανακοίνωση προς αυτούς από τον Πρόεδρο, η οποία καταχωρείται στα πρακτικά. Για την περίπτωση αυτή οι προθεσμίες της παραγράφου 1 του παρόντος όρου, μπορεί, κατά την κρίση του Προέδρου να συντμηθούν. Επιφυλασσομένης της  προηγουμένης  περίπτωσης, κάθε πρόσκληση, γνωστοποίηση κ.λ.π. γίνεται με απόδειξη.

4. Τα Πειθαρχικά  Συμβούλια και το ΣΔΠΚ           προκειμένου για μάρτυρες που δεν εξετάστηκαν,  ή εξετάστηκαν ανεπαρκώς για την υπόθεση δικαιούνται να διατάξουν την εξέτασή τους από ειδικά εξουσιοδοτημένο υπάλληλο, με βάση σχετικό ερωτηματολόγιο αυτών και του εγκαλούμενου ή  εφεσείοντα.

5. Ο πειθαρχικός δικαστής εκτιμά τις αποδείξεις που παρασχέθηκαν, κατ' ελεύθερη κρίση και μπορεί για μόρφωση της κρίσης του να λάβει υπόψη και αποδεικτικά στοιχεία που δεν προκύπτουν από την πειθαρχική διαδικασία αλλά από άλλη νόμιμη διαδικασία, εφόσον έλαβε γνώση αυτών και ο διωκόμενος.

6. Η απόφαση πρέπει να στηρίζεται σε αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα και όχι σε απλές υπόνοιες και να είναι αιτιολογημένη τόσο για τη διαπίστωση της ενοχής,  όσο και για την επιβολή και επιμέτρηση της ποινής.

7. Κάθε πειθαρχική απόφαση εκδίδεται εγγράφως. Στην απόφαση μνημονεύονται:

7.1.-  Ο τόπος και ο χρόνος έκδοσης.

7.2.- Το όνομα, ο τίτλος και ο βαθμός αυτών που εκδίκασαν την υπόθεση.

7.3.- Το όνομα, ο τίτλος και ο βαθμός του υπάλληλου που  κρίθηκε.

7.4.- τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν  το καταλογισθέν πειθαρχικό αδίκημα, ο χρόνος και ο τόπος της τέλεσης αυτού, καθώς  και οι σχετικές διατάξεις  της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε.  που προβλέπουν και τιμωρούν το αδίκημα.

7.5.- Η απολογία  ή  η  έφεση  και η τυχόν προφορική υποστήριξη αυτών,  ή η μη υποβολή απολογίας,.  καθώς  και  η  παράσταση  ή  όχι του εγκαλουμένου   ύστερα  από  σχετική  κλήση. Τα  στοιχεία  αυτά  μνημονεύονται  περιληπτικά.

7.6.- Η αιτιολογία της απόφασης και  τυχόν  ελαφρυντικά  ή  επιβαρυντικά  στοιχεία  κατά  την  επιμέτρηση  της  ποινής.

7.7.- Αν αυτή λήφθηκε ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία.

7.8.- Η αθώωση του  υπάλληλου  που  κρίθηκε ή η ποινή που επιβλήθηκε σ' αυτόν.

8. Η πειθαρχική απόφαση υπογράφεται από τον Πρόεδρο και το γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή του ΣΔΠΚ, επιδίδεται με απόδειξη στον κριθέντα υπάλληλο και αντίγραφο  αυτής  κοινοποιείται ιεραρχικά και στην Υπηρεσιακή Λειτουργία που υπηρετεί ο κριθείς.

Όρος ΙΣΤ15

Ένδικα μέσα κατά αποφάσεων Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου

1. Οι αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

2. Έφεση δικαιούται να ασκήσει και αυτός που τιμωρήθηκε πρωτόδικα και ο πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

3. Η έφεση ασκείται από  αυτόν που τιμωρήθηκε πρωτόδικα μέσα σε αποκλειστική προθεσμία  δέκα  [10] ημερών από την κοινοποίηση σ' αυτόν της  πρωτόδικης απόφασης και από  τον  Πρόεδρο του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού   Συμβουλίου  μέσα σε  δέκα [10] ημέρες από την εκδίκαση της υπόθεσης,  η  οποία  (έφεση)   κοινοποιείται  στον  εγκαλούμενο.

4.- Η προθεσμία για την έφεση παρατείνεται λόγω ανωτέρας βίας κατά την κρίση του Συμβουλίου, στο οποίο αυτή απευθύνεται.

5.- Η έφεση του καταδικασθέντα πρωτόδικα κατατίθεται στην Υπηρεσιακή Λειτουργία που υπηρετεί και συντάσσεται αποδεικτικό παραλαβής, το οποίο στη συνέχεια διαβιβάζεται αμέσως:

α) Στη Διεύθυνση Ανθρωπίνων Πόρων και από αυτή στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου  εάν  πρόκειται για  έφεση κατ΄ απόφασης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού  Συμβουλίου,  και

β) Η έφεση του Προέδρου του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ασκείται με έγγραφό του στον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

6. Η έφεση  και η προθεσμία για άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης, επιφυλασσόμενης της διάταξης του όρου ΙΣΤ18,  παράγραφος 1.2 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. .

7. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο κρίνει με βάση τα έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία  που προσκομίστηκαν  ενώπιον του Συμβουλίου που δίκασε πρωτόδικα, δικαιούται όμως να δεχθεί και νέα αποδεικτικά στοιχεία ή να επιτρέψει και νέα αποδεικτικά μέσα.                                                         

8. Αιτιάσεις για κακή σύνθεση οποιουδήποτε βαθμού Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορεί να προβληθούν μόνο ενώπιον του ίδιου Συμβουλίου  και  ως  λόγος  έφεσης με την επιφύλαξη  της  παραγράφου 9 του παρόντος όρου.  Αιτιάσεις που δεν προβλήθηκαν κατά τον παραπάνω τρόπο ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν μπορεί να αποτελέσουν λόγο έφεσης.

9. Οι αποφάσεις του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τελεσίδικες και δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο.

10.- Το  Δευτεροβάθμιο   Πειθαρχικό   Συμβούλιο  που  κρίνει  την  έφεση  ή  την  αντέφεση  δικαιούται  να  υπαγάγει   το  υπό  κρίση  πειθαρχικό  αδίκημα ανάλογα με τη βαρύτητά του σε  άλλη   κατηγορία  πειθαρχικών  αδικημάτων  από  τις  προβλεπόμενες  στον  όρο ΙΣΤ2 της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε.   από   αυτήν   που  πρωτόδικα  είχε  υπαχθεί  και  να  επιβάλλει  την  ανάλογη  ποινή.

11.-Η πειθαρχική διαδικασία γενικά διέπεται από τις διατάξεις που θεσπίζονται στην παρούσα Ε.Σ.Σ.Ε.. Γενικές αρχές της πειθαρχικής διαδικασίας εφαρμόζονται κατά το μέρος που δεν προβλέπονται και  δεν αντιβαίνουν στην παρούσα Ε.Σ.Σ.Ε..

Όρος ΙΣΤ16

Εκτέλεση Πειθαρχικών Αποφάσεων


1. Η εκτέλεση των αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων και του Σ.Δ.Π.Κ. καθώς και αυτών που εκδόθηκαν από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο  ή  τον εξουσιοδοτημένο απ΄  αυτόν  Γενικό Διευθυντή διενεργείται με μέριμνα της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων,  των  δε  λοιπών με μέριμνα της Διεύθυνσης που υπάγεται ο υπάλληλος που κρίθηκε. Από  ένα  αντίγραφο  της  απόφασης  σε κάθε  περίπτωση  διαβιβάζεται  υποχρεωτικά στις Υπηρεσιακές  Λειτουργίες της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων που είναι αρμόδιες για το χειρισμό θεμάτων μητρώου   Προσωπικού  και  Πειθαρχικού έλεγχου.

2. Το πρόστιμο υπολογίζεται σε όλες τις τακτικές αποδοχές του υπαλλήλου που είχε κατά το χρόνο έκδοσης της καταγνωστικής απόφασης και παρακρατείται εφάπαξ τον πρώτο μήνα μετά την τελεσιδικία της απόφασης αν είναι κατώτερο ή ίσο με το 1/6   των μηνιαίων αποδοχών, διαφορετικά παρακρατείται τμηματικά και συνεχώς σε μηνιαίες δόσεις ίσες με το 1/6  των αποδοχών μέχρι της εξόφλησης. Το πρόστιμο περιέρχεται στο  TΑΠ-OTE

3. Ο υπάλληλος που τιμωρείται με την ποινή της προσωρινής ή οριστικής απόλυσης τίθεται εκτός υπηρεσίας μόλις κοινοποιηθεί σ' αυτόν η τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση. Από την επομένη της κοινοποίησης παύουν οι αποδοχές γενικά του οριστικά απολυθέντα και περικόπτονται οι μισές αποδοχές του προσωρινά απολυθέντα.






Όρος ΙΣΤ17

Πειθαρχικό Μητρώο - Παραγραφή Πειθαρχικών Ποινών

1.-Η εκτελεστή καταγνωστική πειθαρχική απόφαση, καταχωρείται περιληπτικά στο μητρώο πειθαρχικών ποινών. Αντίγραφο της απόφασης τίθεται στον ατομικό φάκελο του κριθέντα   υπάλληλου.

2.-Οι  τελεσίδικες πειθαρχικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις με τις oποίες επιβλήθηκε ποινή προσωρινής  απόλυσης, παραγράφονται μετά παρέλευση από της έκδοσής τους  του παρακάτω οριζόμενου χρόνου:

2.1.- Εκείνες με τις οποίες επιβλήθηκε ποινή προστίμου αποδοχών μιας  (1)   έως πέντε  (5)   ημερών μετά παρέλευση διετίας.

2.2.- Εκείνες με τις οποίες επιβλήθηκε ποινή προστίμου αποδοχών έξι   (6)   έως  δέκα   (10) ημερών μετά παρέλευση  τριετίας.

2.3.- Εκείνες  με  τις  οποίες  επιβλήθηκε  ποινή  προστίμου  αποδοχών  έντεκα   (11)   έως    δέκα  πέντε (15)   ημερών  μετά  παρέλευση τετραετίας.

2.4.- Εκείνες   με  τις  οποίες  επιβλήθηκε  ποινή  προστίμου αποδοχών   δέκα  έξι  (16)    έως    είκοσι  (20)  ημερών  μετά  παρέλευση  πενταετίας.

2.5.- Εκείνες  με  τις  οποίες  επιβλήθηκε  ποινή  προστίμου  αποδοχών   είκοσι  μία   (21)  έως   είκοσι  πέντε  (25)  ημερών  μετά  παρέλευση  εξαετίας.

2.6.- Εκείνες  με  τις  οποίες  επιβλήθηκε  ποινή  προστίμου  αποδοχών   είκοσι  έξι    (26)  έως   τριάντα  (30)  ημερών  μετά  παρέλευση  επταετίας.

2.7.- Εκείνες  με  τις  οποίες   επιβλήθηκε  ποινή  προστίμου  αποδοχών  τριάντα  μία   (31)  έως  εξήντα   (60)  ημερών   μετά  παρέλευση  οκταετίας.

2.8.- Εκείνες  με  τις  οποίες  επιβλήθηκε  ποινή  προστίμου  αποδοχών  εξήντα  μία   (61)   έως   ενενήντα  (90)   ημερών   μετά  παρέλευση  εννιαετίας.

3.- Πριν από το χρόνο παραγραφής των ποινών δεν χορηγούνται   βαθμός και μισθολογικά κλιμάκια.   Κατ’ εξαίρεση το Συμβούλιο Υπηρεσιακών Μεταβολών Προσωπικού μπορεί  ύστερα  από   αίτηση  του  υπαλλήλου  να αποφασίσει τη χορήγηση αυτών πριν από τη παραγραφή της ποινής.

4.- Στην περίπτωση προσωρινής απόλυσης το Προσωπικό παραμένει στον ίδιο βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο ως ακολούθως:

4.1.-  Προσωρινή απόλυση   έως  2 μηνών για δέκα  (10) χρόνια

4.2.- Προσωρινή απόλυση πάνω από 2 μήνες έως 4 μήνες για έντεκα   (11)  χρόνια.

4.3.- Προσωρινή απόλυση πάνω από 4 μήνες έως 6 μήνες για δώδεκα     (12)  χρόνια.

5.-  Οι μη παραγραφείσες ποινές  του Προσωπικού λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό Μεταθετότητας.

6.- Μετά την παρέλευση του χρόνου παραγραφής χορηγείται ο βαθμός και το μισθολογικό κλιμάκιο τα οποία θα έπρεπε να κατείχε ο υπάλληλος εάν δεν είχε επιβληθεί η πειθαρχική ποινή χωρίς δικαίωμα απόληψης αναδρομικών αποδοχών. 

7.- Για  να  θεωρηθεί   ότι  ένα  αδίκημα   τελέστηκε  καθ΄ υποτροπή    πρέπει  το  αδίκημα  αυτό   να  τελέστηκε  εντός  των  προαναφερόμενων    ορίων  παραγραφής.
Κατ΄  εξαίρεση  πειθαρχικά   αδικήματα  για  τα  οποία  επιβλήθηκε   η  ποινή  της  προσωρινής  απόλυσης   σε  περίπτωση  υποτροπής  λαμβάνονται  υπόψη  ανεξάρτητα  από  το χρόνο  παραγραφής  της  ποινής.

Όρος ΙΣΤ18

Αργία

1. Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία:

1.1.- Αυτός που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία λόγω εντάλματος   προφυλάκισης,   ή δικαστικής απόφασης. Ως στέρηση της ελευθερίας που συνεπάγεται τις παραπάνω συνέπειες, λογίζεται και κάθε περιοριστικό της  ελευθερίας  μέτρο του Προσωπικού σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις

1.2.- Αυτός που τιμωρήθηκε πρωτόδικα με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής ή οριστικής απόλυσης και μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης.

2. Εφόσον εκλείψει ο λόγος της αργίας  το Προσωπικό επανέρχεται αυτοδίκαια στην  Υπηρεσία  προσκομίζοντας τα νόμιμα δικαιολογητικά. Σε περίπτωση αποφυλάκισης με εγγύηση ή με άλλο όρο, αυτός που διατελεί σε αργία επιτρέπεται να αναλάβει υπηρεσία ύστερα από απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου ή του εξουσιοδοτημένου απ΄ αυτόν Γενικού  Διευθυντή. Σε περίπτωση θέσης  σε  αργία λόγω επιβολής της ποινής της προσωρινής απόλυσης, ο λόγος της αργίας λογίζεται  ότι  έχει εκλείψει και πριν από την τελεσιδικία της απόφασης με την παρέλευση του χρόνου της προσωρινής απόλυσης,  εκτός αν  κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση υπέρ του ΕΛΤΑ..

Το Προσωπικό μπορεί να τεθεί σε αργία με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου, ή  του εξουσιοδοτημένου απ΄  αυτόν Γενικού Διευθυντή  αν υπάρχει εκκρεμής ποινική ή πειθαρχική δίωξη, αφού ληφθούν υπόψη η σοβαρότητα του αδικήματος και γενικά οι συνθήκες στην Υπηρεσία. Στην περίπτωση αυτή ο Διευθύνων Σύμβουλος ή  ο εξουσιοδοτημένος απ’ αυτόν Γεν. Διευθυντής  οφείλει να ασκήσει την πειθαρχική δικαιοδοσία του ή να εγείρει την πειθαρχική αγωγή μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από τη θέση σε αργία. Εφόσον περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, αίρεται αυτοδίκαια η αργία. Όταν εγερθεί  πειθαρχική αγωγή, πρέπει να εκδοθεί πειθαρχική απόφαση μέσα σε   6  μήνες.

Εφόσον περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, αίρεται αυτοδίκαια η αργία. Οι διατάξεις για αυτοδίκαιη  άρση της αργίας του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση αναστολής της πειθαρχικής δίκης λόγω ποινικής δίωξης για το ίδιο αδίκημα.

4. Προσωπικό που διατελεί σε αργία απέχει από κάθε υπηρεσία και στερείται τις μισές του αποδοχές, υπέχει όμως όλες τις λοιπές υποχρεώσεις και διατηρεί τα λοιπά δικαιώματά του.

5. Το  Διοικητικό  Συμβούλιο  δύναται  με  απόφασή  του  και  μετά  την  εκτίμηση  των  περιστάσεων  να  αποφασίζει  για  όσο  χρόνο  κρίνει  αναγκαίο  την  πέραν  του  ημίσεως   ακόμη  και  την πλήρη  περικοπή  των  αποδοχών  του  τεθέντος  σε  αργία  Προσωπικού.

Για το Προσωπικό που τέθηκε σε αργία λόγω άσκησης ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης ή μη τελεσίδικης πειθαρχικής απόφασης, ο χρόνος της αργίας και οι οικονομικές συνέπειες αυτής συμψηφίζονται με τις συνέπειες της τελεσίδικης πειθαρχικής απόφασης.
Τα ποσά που παρακρατήθηκαν λόγω της αργίας κατά το μέρος που υπερβαίνουν τις οικονομικές συνέπειες της τελεσίδικης πειθαρχικής απόφασης  επιστρέφονται  στο Προσωπικό.

Η  ποινική καταδίκη του Προσωπικού σε ποινή που επέφερε τη στέρηση της προσωπικής του ελευθέριας  μέχρι έξι μήνες,  όταν  για  τη συγκεκριμένη  περίπτωση  δεν έχουν εφαρμογή άλλες  διατάξεις της  πειθαρχικής διαδικασίας,  συνεπάγεται τη διατήρηση αυτού σε κατάσταση αργίας καθ' όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το Προσωπικό αυτό απέχει από τα καθήκοντά του λόγω έκτισης της ποινής. Σε περίπτωση ποινικής καταδίκης σε μεγαλύτερη ποινή,   η υπόθεση εισάγεται στο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει για τη διατήρησή του σε κατάσταση αργίας για όλη τη διάρκεια της ποινής  ή για την οριστική απόλυσή του από την Υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1στ  του  όρου  ΙΑ    της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε.

Στην περίπτωση που το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίσει την οριστική απόλυση του και μεταγενέστερα εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική δικαστική απόφαση, η υπόθεση επανακρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο με αίτηση του ενδιαφερόμενου, που μπορεί ν' αποφασίσει την επάνοδό του στην Υπηρεσία. Η  αίτηση αυτή  υποβάλλεται  μέσα  σε  1  χρόνο  από  τότε που  η  αθωωτική  ποινική  απόφαση έγινε  αμετάκλητη.  Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε συνέπεια, χωρίς δικαίωμα απόληψης αναδρομικών αποδοχών.

Όρος ΙΣΤ19

Προσωρινή Θέση Εκτός Υπηρεσίας

Ο Διευθύνων Σύμβουλος ή ο εξουσιοδοτημένος απ’ αυτόν Γενικός Διευθυντής μπορεί να θέτει προσωρινά με  απόφαση  του εκτός υπηρεσίας οποιονδήποτε από το Προσωπικό για λόγους που ανάγονται στην ασφάλεια   του Προσωπικού, της εκμετάλλευσης ή των εγκαταστάσεων. Στην περίπτωση αυτή ο Διευθύνων Σύμβουλος ή ο εξουσιοδοτημένος απ΄ αυτόν Γενικός Διευθυντής εισάγει μέσα σε ένα μήνα την υπόθεση στο Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει αν συντρέχει λόγος παραπομπής του υπαλλήλου στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο  και  σε  καταφατική  περίπτωση δύναται  να  θέσει αυτόν  σε  αργία.. Αν το Συμβούλιο δεν αποφασίσει μέσα σε ένα μήνα από την εισαγωγή σ’ αυτό του θέματος, ο υπάλληλος που έχει τεθεί εκτός υπηρεσίας επανέρχεται αυτοδίκαια στη θέση του.
Προσωπικό   που διατελεί   σε  προσωρινή  θέση  εκτός  υπηρεσίας   απέχει  από  κάθε  υπηρεσία,  πλην  όμως  δικαιούται  όλες  του  τις  αποδοχές  και  υπέχει   όλες  τις  λοιπές  υποχρεώσεις  και  διατηρεί  τα  λοιπά  δικαιώματα  του.

Όρος ΙΣΤ 20
Έκταση εφαρμογής διατάξεων  ΙΣΤ Κεφαλαίου
Στις διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΣΤ της παρούσας Ε.Σ.Σ.Ε. υπάγεται το μόνιμο Προσωπικό ΕΛΤΑ  και  το συμβασιούχο  με  πραγματική   υπηρεσία  πάνω  από  δύο   έτη.
Το   συμβασιούχο  με  πραγματική  υπηρεσία  μέχρι  δύο  έτη  υπάγεται για τα θέματα πειθαρχικού ελέγχου  στις διατάξεις του   ΙΔ κεφαλαίου της παρούσας ΕΣΣΕ .